Lack of drive

του sir Taki Theodoracopulos

 

Η ενεργητικότητα είναι μια έννοια ενοχλητική, τουλάχιστον για όσους από εμάς προτιμούν να κάθονται αντί να στέκονται, για τους οκνηρούς αυτού του κόσμου. Υποθέτω πως κάποιος γεννιέται είτε οκνηρός είτε ενεργητικός, παρόλο που οι άχρηστοι κοινωνιολόγοι και άλλοι ψευδοφιλόσοφοι επιμένουν στο ότι η οκνηρία είναι σχεδόν μια θανάσιμη αμαρτία. Προσωπικά, πιστεύω πως η οκνηρία είναι κάτι το ιερό, αλλά εγώ είμαι και ένας πολύ οκνηρός άνθρωπος. Πιστεύω πως αυτή η έλλειψη ώθησης αποδίδεται στο γεγονός πως ο πατέρας μου υπήρξε τόσο αποφασισμένος να επιτύχει. Ο πατέρας του, ο παππούς μου, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επιδίδεται στο σεξ και στο ποτό. Μετά το διαζύγιο των γονιών του, ο πατέρας μου ήρθε στην Αθήνα και ήδη στα 21 του χρόνια είχε καταφέρει να αποκτήσει μόνος του μια ολόκληρη περιουσία. Μετά τον πόλεμο, όταν τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας του έκλεισαν, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και έγινε πλοιοκτήτης με δύο εκατομμύρια τόνους στην κατοχή του.

Κατασκεύασε ξενοδοχεία, αγόρασε και πούλησε εταιρείες και, ενώ σχεδίαζε την κατασκευή ενός μεγάλου θερέτρου στη βόρεια Ελλάδα, ξαφνικά πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 14 Ιουλίου του 1989. Κάθε πρωί ξυπνούσε πριν από την αυγή του ήλιου –όπως ο Ντόναλντ Τραμπ–, αλλά, σε αντίθεση με τον 45ο Αμερικανό πρόεδρο, δεν ανέμιζε τα μαλλιά του με τον ίδιο τρόπο, ούτε εφάρμοζε το τεχνητό μαύρισμά του. Παρόλο που μου έκανε όλα τα χατίρια, θλιβόταν με το γεγονός πως δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι εάν ο ήλιος δεν είχε ανατείλει πλήρως. Η έλλειψη κινήτρου πηγάζει από το γεγονός πως έπρεπε να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, να κάνω ένα ντους και να είμαι έτοιμος για κάθε είδους ξενάγηση, από την ηλικία των δέκα έως την ηλικία των είκοσι – τα σχολικά μου χρόνια που σπατάλησα στην Αμερική, μαθαίνοντας να είμαι ένας χρήσιμος πολίτης.

Τα χρόνια αυτά είχαν τα αντίθετα αποτελέσματα. Με το που απέκτησα ελεύθερο χρόνο, αποφάσισα πως ήθελα να μένω στο κρεβάτι. Παρότι ήμουν ένας καλός αθλητής και εκπροσώπησα την Ελλάδα στο τένις, στο σκι και στο καράτε, θα μπορούσα να ήμουν καλύτερος, πολύ καλύτερος, αν ήμουν πιο κινητοποιημένος. Το ίδιο επαναλήφθηκε και με τη γραφή. Περνούσα τον καιρό μου γράφοντας στη Ριβιέρα, όπου είχα μετακομίσει με τους γονείς μου σε ηλικία 14 χρονών το 1952 και εκεί όπου επέστρεψα χωρίς υποχρεώσεις, πλέον, με το τέλος της σχολικής μου ηλικίας, το 1957. Το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα για μια άσημη αμερικανική εφημερίδα το 1964, ένα κείμενο που επιλέχθηκε από έναν αρθρογράφο μιας ιταλικής gossip στήλης, ο οποίος μου προσέφερε μια θέση εργασίας: «Αισθάνομαι την ανάσα της ανηθικότητας εν μέσω της μελαγχολίας των χαμένων ονείρων. Το ακρωτήριο στην άκρη έχει δει στείρους Φοίνικες, Έλληνες εμπόρους, κατεστραμμέ- νους Άγγλους δούκες, μεθυσμένους Αμερικανούς συγγραφείς, γκάνγκστερ, χρυσοθήρες, γίγαντες, βιομήχανους, ζιγκολό και γοητευτικές εταίρες να σαρώνουν τις ακτές τα τελευταία 2.500 χρόνια».

Η Ριβιέρα είναι πολύ πιο άσχημα σήμερα, αλλά ακόμα και τώρα θα έλεγα πως ήταν ένα καλό κείμενο –αν και λίγο μελαγχολικό– για έναν εικοσάχρονο. Ωστόσο, μου έλειπε η θέληση για να συνεχίσω. Έμεινα στη Ριβιέρα, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, μέχρι που τελικά η συνειδητοποίηση ήρθε και έφυγα για το Βιετνάμ, προκειμένου να κάνω ρεπορτάζ για το «National Review», ένα αμερικανικό περιοδικό που με πλήρωσε το αξιοσέβαστο ποσό των 12.000 δολαρίων ετησίως συν κάποια έξτρα χρήματα για τις επιπλέον δαπάνες μου. Στην πορεία του ταξιδιού μου σταμάτησα στην Ταϊλάνδη, όπου αρρώστησα και επισκέφτηκα έναν Κινέζο γιατρό. Ήταν ένας σοφός και ευγενικός κύριος. Αφού με περιποιήθηκε, μου ζήτησε να ανοίξω τα χέρια μου και τα μελέτησε για πολλή ώρα. Έπειτα με κοίταξε έντονα και μου έδωσε το χέρι του. «Πολύ άσχημα», μου ψέλλισε. Τον ρώτησα εάν προέβλεπε θάνατο στο Βιετνάμ. «Εμπρός, μίλησέ μου ευθέως, γιατρέ, όπως συμβαίνει στις ταινίες». «Πολύ χειρότερα», αποκρίθηκε.

Τι μπορεί να είναι χειρότερο από τον θάνατο; τον ρώτησα. «Έχεις ταλέντο, αλλά δεν θα μπορέσεις να το εκμεταλλευτείς», αποκρίθηκε με πολύ έντονο ύφος. «Τα χαραμίζεις όλα για επιφανειακά πράγματα». Πόσο σοφός γιατρός αποδείχθηκε πως ήταν. Κατάφερα να νιώσω πλήξη ακόμα και στο Βιετνάμ, κοντά στην περιοχή Hue, εκεί όπου λάμβανε χώρα όλη η δράση. Έπειτα έκανα ρεπορτάζ για την εφημερίδα «Ακρόπολη» στον πόλεμο του Yom Kippur το 1973 και τελικά κατέληξα να βρω τη δουλειά των ονείρων μου στο αγγλόφωνο εβδομαδιαίο περιοδικό «London Spectator», το πιο παλιό περιοδικό του κόσμου. Αυτό έγινε 41 χρόνια πριν, έπειτα από πέντε χρόνια θητείας με τη στήλη μου Atticus στους «Sunday Times». Έγραψα στη «New York Post», στο «Esquire» και σε πολλά άλλα περιοδικά. Αλλά δεν κατάφερα ποτέ να γράψω το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, ούτε πρόκειται να το καταφέρω ποτέ, καθώς μου λείπει η ώθηση. Η θέληση να ξυπνάς, να παρατηρείς τον κενό χώρο και να ξεκινήσεις να χτυπάς τα πλήκτρα της γραφομηχανής ό,τι και να γίνει. Ονομάζεται ώθηση. Αντί αυτού, πίνω μια μπίρα και επιστρέφω στο κρεβάτι μου.

Προσφάτως είχα ένα γεύμα με τη σημαντικότερη από τις Αγγλίδες ηθοποιούς, τη Maggie Smith, η οποία μου είπε πως ήταν εθισμένη στο να δουλεύει. Η Dame Maggie, μεγαλύτερη από εμένα, θεωρείται η σημαντικότερη ηθοποιός της γενιάς της, τόσο στο σινεμά όσο και στο θέατρο, ενώ οι αξιομνημόνευτοι ρόλοι της είναι αμέτρητοι στη λίστα. «Το όνειρό μου είναι να μένω στο κρεβάτι και να βλέπω τηλεόραση, χωρίς να κάνω τίποτε απολύτως», μου είπε, ή κάτι τέτοιο. Όταν της απάντησα πως το δικό μου όνειρο ήταν να έχω γράψει είκοσι πέντε βιβλία, μου αποκρίθηκε πως έλεγα ψέματα. «Ζεις μια σπουδαία ζωή. Γιατί να θέλεις να γίνεις ένας από εμάς τους προλετάριους;» Η Dame Maggie υπήρξε ευγενική. Είναι μια γυναίκα δυναμική, που δεν θα σταματήσει μέχρι να εμφανιστεί ο άντρας ντυμένος στα λευκά. Και μιλώντας ειδικά για εμένα, εκείνη θα είναι η στιγμή που θα κινητοποιηθώ για να κάνω την αλλαγή.

 

Photo: GettyImages/Ideal Image

Opinions